-
1 κληρο-νομία
κληρο-νομία, ἡ, das Erben, die Erbschaft; ἡ κλ, κατὰ τὴν ἀγχιστείαν Dem. 43, 3; τὰς κληρονομίας μὴ κατὰ δόσιν εἶναι, ἀλλὰ κατὰ γένος Arist. pol. 5, 8; Sp., bes. LXX; auch übertr., Antheil, εἰλήφασί γε τὴν τοῦ ὀνόματος κληρονομίαν αἱ σωματικαὶ ἡδοναί Arist. Eth. 7, 13.
-
2 δύναμις
δύναμις, εως, ἡ, Vermögen, Kraft; von Homer an überall. Homer z. B. Odyss. 2, 62 ἦ τ' ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη; Iliad. 8, 294 οὐ μέν τοι, ὅση δύναμίς γε πάριστιν, παύομαι; Odyss. 10, 69 ἀκέσασϑε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν; 3, 205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε ϑεοὶ δύναμιν παραϑεῖεν, τίσασϑαι μνηστῆρας; 20, 237 γνοίης χ' οἳη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται; Iliad. 23, 891 ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος; 13, 786. 787 οὐδέ τί φημι ἀλκῆς δευήσεσϑαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν. πὰρ δύναμιν δ' οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. – Folgende: 1) Vermögen, Kraft; – a) zunächst Körperkraft; αἱ τοῠ σώματος δυναμεις Plat. Theaet. 185 e; εἰ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῠ πορεύεσϑαι, wenn ich noch die Kraft hätte, Rep. I, 328 c. – b) in geistiger Beziehung, Kraft, Talent, Fertigkeit; ἡ τἀγαϑοῠ δύν., ἡ σοφιστικὴ δύν., Plat. Phil. 64 e Soph. 233 a; ἡγεμονική, Geschicklichkeit, Pol. 10, 22, 4. 1, 84, 6, der σωματικαὶ καὶ ϑυμικαὶ δ. vrbdt, 6, 7, 3; ἡ τῶν λεγόντων δ., Beredsamkeit, Dem. 22, 11 u. A.; ἡ τῶν λόγων δ. ist sowohl Kraft der Rede, als Redefertigkeit, Arist. rhet. 1, 1; δύναμιν ἔχειν πρός τι, Isocr. 2, 12. – c) allgem., Vermögen; εἰς δύναμιν, nach Vermögen, nach besten Kräften, Plat. Polit. 273 b, oft, wie Folgde; auch εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα, Plat. Rep. V, 458 e; eben so κατὰ δύναμιν, Phaedr. 249 c; κὰδ δύναμιν Hes. O. 834; κατὰ δύναμιν ὅτι μάλιστα διὰ βραχέων, Polit. 279 c; πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν, Phaedr. 231 a; Ggstz ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen, Dem. 18, 193. – 2) Ansehen u. Einfluß im Staate, politische Macht; τῇ δυνάμει πρῶτοι Thuc. 7, 21; oft bei den Rednern; ἐν δυνάμει εἶναι, γίγνεσϑαι, in Ansehen stehen; Xen. Hell. 4, 4, 5; Dem. 13, 29. Auch = ein obrigkeitliches Amt, Xen. – 3) Heeresmacht, das Heer, die Truppen, im sing. u. im plur.; δεξάμενοι τὴν τῶν βαρβάρων δύναμιν Plat. Menex. 240 d; δ. ναυτική, πεζική, ἱππική, Xen. An. 1, 3, 12; u. so oft bei den Historikern. – 4) von der Arznei, die Heilkraft; Medic. Auch die Heilmittel selbst heißen δυνάμεις, wie B. A, p. 91 δυνάμεις τὰ τῶν ἰατρῶν φάρμακα. S. D. Sic. 1, 97. 4, 51; Plut. u. A. Vgl. Bast zu Greg. Cor. 907. – 5) der Werth, Gehalt einer Münze, Thuc. 6, 46 u. Sp.; δύναμιν ὀλίγην τῷ νομίσματι ἔδωκε Plut. Lyc. 9; Sol. 15. Dah. = die Bdtg eines Wortes; ὀνόματα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχοντα Lys. 10, 7; Plat. Crat. 394 b u. öfter; οὐκ εἰδότες, τίνα δύναμιν ἔχει ταῦτα, was dies zu bedeuten hat, Pol. 3, 20, 5. Aehnl. τὸ εὐσεβὲς καὶ τὸ δίκαιον ἄν τ' ἐπὶ μικροῠ ἄν τ' ἐπί μείζονος παραβαίνῃ, τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει, hat dieselbe Bedeutung, ist gleich, Dem. 9, 16. – Die Möglichkeit; entggstzt ἐνέργεια, ἐντελέχεια, oft Arist. – 6) in der Mathematik das Quadrat einer Zahl, einer Linie, Plat. Theaet. 198 b.
-
3 ἡδονή
ἡδονή, ἡ (ἥδομαι, ἡδύς), Freude, Vergnügen, Luft, bes. sinnlich angenehme Empfindung; μηδ' αἶσχος ἡμῖν, ἡδονὴν δ' ἐχϑροῖς πράξωμεν Aesch. Suppl. 986; μὴ τὰς φρένας γ' ὑφ' ἡδονῆς γυναικὸς οὕνεκ' ἐκβάλῃς Soph. Ant. 649; ἡδοναῖς ἄμοχϑον ἐξαίρει βίον Tr. 146; φέρω γὰρ ' ἡδονάς, das, worüber du dich freuen kannst, El. 861; κἀμοὶ πρόςδοτέ τι τῆς ἡδονῆς Eur. Hel. 707; Ar. läßt Nubb. 1072 auf ἡδονῶν ϑ' ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσϑαι folgen παίδων, γυναικῶν, κοττάβων, ὄψων, πότων, καχασμῶν; Her. ἡδονῇ ἰδέσϑαι οὐδὲν τούτου μᾶλλόν ἐστι ἀξιαπήγητον, 2, 137; ἀκοῆς ἡδ. Thue. 3, 38, wie ἡδ. λόγων 3, 40, von Schol. κολακεία erkl.; ὑφ' ἡδονῆς, vor Lust, ἐνϑουσιᾷ Plat. Phil. 15 e; Ggstz λύπη, Prot. 351 e ff. u. sonst; ἐπὶ τοῖς τῶν φίλων κακοῖς Phil. 50 a (vgl. ἡ ἐπὶ ταῖς λοιδορίαις ἡδ. Dem. 18, 138); αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναί Rep. I, 328 d (wofür Arist. Eth. 7, 8 αἱ σωματικαὶ ἡδ. sagt, Xen. Hell. 6, 1, 4 αἱ περὶ τὸ σῶμα ἡδ.); ἡ ἀπὸ τοῦ εἰδέναι ἡδονή IX, 582 b; τῶν περὶ πότους καὶ ἀφροδίσια καὶ περὶ ἐδωδὰς ἡδονῶν III, 389 e; τὰς ἐν τῆ νεότητι ἡδονὰς ποϑοῦντες I, 329 a; – ἐν ἡδονῇ μοί ἐστι, es gereicht mir zum Vergnügen, ich habe es gern, Eur. I. T. 494; Her. 4, 139; εἴτε κόσμον εἴτε Ὄλυμπον ἐν ἡδονῇ τῳ λέγειν, mag es Einer nun so oder so nennen wollen, Plat. Epin. 977 b. Aehnlich ἐν ἡδονῇ ἔχειν u. ἡδονὴν ἔχειν ἔν τινι, Thuc. 4, 108. – Adverbial, καϑ' ἡδονήν, angenehm, οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καϑ' ἡδονήν, σοί τ' ἄλγος Aesch. Prom. 261; vgl. Soph. El. 1495 Tr. 196; καϑ' ἡδ. δρᾶν, nach Behagen, Thuc. 2, 37. 65; οὐκ ἐρῶ τὰ καϑ' ἡδ. ἐκείνοις, ἀλλ' ἃ νομίζω ξύμφορα σοὶ εἶναι Arr. An. 5, 27, 3; ᾡ μὴ καϑ' ἡδονήν ἐστι νικᾷν Πομπήϊον Plut. Pomp. 62, öfter. Eben so πρὸς ἡδονήν, χροιὰν τίνα ἔχοντ' ἂν εἴη δαίμοσιν πρὸς ἡδονἠν Aesch. Prom. 492; πρὸς ἡδ. λέγω τάδε Soph. El. 909; πρὸς ἡδ. φίλοις σοί τ' ἂν γένοιτο τάδε, dir zur Freude, Eur. I. A. 1022; vgl. ἅπαντες πρὸς ἡδ. ζητοῠντες, tadelnd neben ἐῤῥᾳϑυμηκότες, nur so weit es Freude macht, Dem. 1, 15; πρὸς ἡδονήν τι λέγειν Thuc. 2, 65; πρὸς ἡδονὴν καὶ χάριν λεγόμενα Isocr. 15, 271, Einem nach dem Munde reden, wie er's gern hört; Her. 7, 101 κότερα ἀληϑηΐῃ χρήσομαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ; D. Hal. auch im plur., μὴ καϑ' ἡδονὰς τὰς ὑμετέρας λέγω 11, 9, vgl. 7, 24; – τοῖσι ἐςελϑεῖν ἡδονήν, εἰ, es kam sie die Lust an, Her. 1, 24. Vgl. ἦδος.
См. также в других словарях:
σωματικαί — σωματικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия